προστρεχω

προστρεχω
    προστρέχω
    προσ-τρέχω
    (fut. προσδρᾰμοῦμαι, aor. 2 προσέδραμον)
    1) прибегать, подбегать
    

(τινί Arph., Xen.; πρός τινα Plat. и ἐπί τι Luc.)

    2) совершать набег, нападать
    

(πρός τινα Xen.)

    3) приходить, приближаться
    

(πρὸς τέν ἀλήθειαν Polyb.)

    4) переходить, присоединяться
    

(πρὸς τέν τῶν πολλῶν γνώμην Polyb.)

    5) приключаться, случаться
    

τοιούτων ἐλαττωμάτων τοῖς Ἀθηναίοις προσδραμόντων Diod. — после этих поражений афинян


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προστρεχω" в других словарях:

  • προστρέχω — run to pres subj act 1st sg προστρέχω run to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… …   Dictionary of Greek

  • προστρέχω — πρόστρεξα, τρέχω σε βοήθεια κάποιου ή να ζητήσω τη βοήθεια κάποιου: Στις φωνές πρόστρεξαν οι γείτονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστρέχετε — προστρέχω run to pres imperat act 2nd pl προστρέχω run to pres ind act 2nd pl προστρέχω run to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρέχῃ — προστρέχω run to pres subj mp 2nd sg προστρέχω run to pres ind mp 2nd sg προστρέχω run to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεδραμηκότα — προστρέχω run to perf part act neut nom/voc/acc pl προστρέχω run to perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεδράμηκε — προστρέχω run to perf imperat act 2nd sg προστρέχω run to perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδραμόν — προστρέχω run to aor part act masc voc sg προστρέχω run to aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδραμόντα — προστρέχω run to aor part act neut nom/voc/acc pl προστρέχω run to aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδραμόντων — προστρέχω run to aor part act masc/neut gen pl προστρέχω run to aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδράμετε — προστρέχω run to aor imperat act 2nd pl προστρέχω run to aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»